πανικοβάλλομαι

πανικοβάλλομαι
affoler

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πανικοβάλλομαι — πανικοβάλλομαι, πανικοβλήθηκα, πανικοβλημένος βλ. πίν. 147 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • κατατρομάζω — (επιτ. τ. τού τρομάζω) 1. τρομάζω κάποιον υπερβολικά, εκφοβίζω, τρομοκρατώ, καταφοβίζω 2. (αμτβ.) τρομάζω πολύ, τρομοκρατούμαι, καταλαμβάνομαι από φόβο, πανικοβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • πανικοβάλλω — 1. προκαλώ πανικό 2. μέσ. πανικοβάλλομαι κυριεύομαι από πανικό, μέ πιάνει μεγάλος φόβος για κάτι, τρομοκρατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανικός + βάλλω «ρίχνω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • πανικόβλητος — η, ο [πανικοβάλλομαι] αυτός που έχει κυριευθεί από πανικό είτε εξαιτίας ενός υπαρκτού είτε εξαιτίας ενός φανταστικού ή αναμενόμενου γεγονότος, τρομοκρατημένος, υπερβολικά φοβισμένος …   Dictionary of Greek

  • πανικοβάλλω — πανικόβαλα, πανικοβλήθηκα, πανικοβλημένος 1. μτβ., προκαλώ πανικό, τρομάζω: Οι πρώτες σεισμικές δονήσεις πανικόβαλαν τον κόσμο. 2. μέσ., πανικοβάλλομαι με πιάνει πανικός, τρομοκρατούμαι: Ο κόσμος πανικοβλήθηκε περισσότερο από τις ανεύθυνες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομάζω — τρόμαξα, τρομαγμένος 1. μτβ., φοβίζω κάποιον ξαφνικά ή δυνατά, τον αλαφιάζω: Δε σε κατάλαβα και με τρόμαξες. 2. αμτβ., κυριεύομαι ξαφνικά από φόβο, πανικοβάλλομαι: Τρόμαξα μόλις τον είδα έτσι. 3. συναντώ μεγάλη δυσκολία σε κάτι, κάνω κάτι με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”